πολύγραφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολύγραφος οι πολύγραφοι
      γενική του πολύγραφου
& πολυγράφου
των πολύγραφων
& πολυγράφων
    αιτιατική τον πολύγραφο τους πολύγραφους
& πολυγράφους
     κλητική πολύγραφε πολύγραφοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολύγραφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γερμανική Polygraph. Αναλύεται σε πολυ- + -γράφος

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈli.ɣɾa.fos/
τονικό παρώνυμο: πολυγράφος
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολύγραφος

Ουσιαστικό

πολύγραφος αρσενικό

  1. ειδική συσκευή που χρησιμοποιεί χαραγμένη με γραφομηχανή (ή με το χέρι) ελαστική μεμβράνη για την αναπαραγωγή αντιγράφων
  2. ειδική συσκευή ανίχνευσης ψεύδους
    το τεστ πολυγράφου έχει απαγορευτεί στον ιδιωτικό τομέα ως εργαλείο προσλήψεων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.