πολυφασικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυφασικός | η | πολυφασική | το | πολυφασικό |
| γενική | του | πολυφασικού | της | πολυφασικής | του | πολυφασικού |
| αιτιατική | τον | πολυφασικό | την | πολυφασική | το | πολυφασικό |
| κλητική | πολυφασικέ | πολυφασική | πολυφασικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυφασικοί | οι | πολυφασικές | τα | πολυφασικά |
| γενική | των | πολυφασικών | των | πολυφασικών | των | πολυφασικών |
| αιτιατική | τους | πολυφασικούς | τις | πολυφασικές | τα | πολυφασικά |
| κλητική | πολυφασικοί | πολυφασικές | πολυφασικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυφασικός < πολυ- + φάσ(η) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική multiphase[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.fa.siˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐φα‐σι‐κός
Αναφορές
- πολυφασικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.