πολυτυπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυτυπία οι πολυτυπίες
      γενική της πολυτυπίας των πολυτυπιών
    αιτιατική την πολυτυπία τις πολυτυπίες
     κλητική πολυτυπία πολυτυπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυτυπία < πολυ- + τύπος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική formenreich[1])

Ουσιαστικό

πολυτυπία θηλυκό

  1. (γραμματική) η ύπαρξη πολλαπλών μορφών ενός γραμματικού τύπου
  2. (κατ’ επέκταση) πολυμορφία, ποικιλία

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.