πολυτυπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυτυπία | οι | πολυτυπίες |
| γενική | της | πολυτυπίας | των | πολυτυπιών |
| αιτιατική | την | πολυτυπία | τις | πολυτυπίες |
| κλητική | πολυτυπία | πολυτυπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πολυτυπία θηλυκό
- (γραμματική) η ύπαρξη πολλαπλών μορφών ενός γραμματικού τύπου
- (κατ’ επέκταση) πολυμορφία, ποικιλία
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πολυτυπία
|
|
- πολυτυπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.