ολιγοσέλιδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολιγοσέλιδος | η | ολιγοσέλιδη | το | ολιγοσέλιδο |
| γενική | του | ολιγοσέλιδου | της | ολιγοσέλιδης | του | ολιγοσέλιδου |
| αιτιατική | τον | ολιγοσέλιδο | την | ολιγοσέλιδη | το | ολιγοσέλιδο |
| κλητική | ολιγοσέλιδε | ολιγοσέλιδη | ολιγοσέλιδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολιγοσέλιδοι | οι | ολιγοσέλιδες | τα | ολιγοσέλιδα |
| γενική | των | ολιγοσέλιδων | των | ολιγοσέλιδων | των | ολιγοσέλιδων |
| αιτιατική | τους | ολιγοσέλιδους | τις | ολιγοσέλιδες | τα | ολιγοσέλιδα |
| κλητική | ολιγοσέλιδοι | ολιγοσέλιδες | ολιγοσέλιδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ολιγοσέλιδος, -η, -ο
- που περιέχει ή εκτείνεται σε λίγες σελίδες, λιγοσέλιδος
- ↪ ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο, μια ολιγοσέλιδη επιστημονική ανακοίνωση
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ολιγοσέλιδος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.