πολυζώητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυζώητος η πολυζώητη το πολυζώητο
      γενική του πολυζώητου της πολυζώητης του πολυζώητου
    αιτιατική τον πολυζώητο την πολυζώητη το πολυζώητο
     κλητική πολυζώητε πολυζώητη πολυζώητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυζώητοι οι πολυζώητες τα πολυζώητα
      γενική των πολυζώητων των πολυζώητων των πολυζώητων
    αιτιατική τους πολυζώητους τις πολυζώητες τα πολυζώητα
     κλητική πολυζώητοι πολυζώητες πολυζώητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυζώητος < πολύς + ζω

Επίθετο

πολυζώητος, -η, -ο

  • που έχει ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.