πολυεθνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυεθνικός η πολυεθνική το πολυεθνικό
      γενική του πολυεθνικού της πολυεθνικής του πολυεθνικού
    αιτιατική τον πολυεθνικό την πολυεθνική το πολυεθνικό
     κλητική πολυεθνικέ πολυεθνική πολυεθνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυεθνικοί οι πολυεθνικές τα πολυεθνικά
      γενική των πολυεθνικών των πολυεθνικών των πολυεθνικών
    αιτιατική τους πολυεθνικούς τις πολυεθνικές τα πολυεθνικά
     κλητική πολυεθνικοί πολυεθνικές πολυεθνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυεθνικός < πολυ- + έθν(ος) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική multinational[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /po.li.eˈθni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολυεθνικός

Επίθετο

πολυεθνικός, -ή, -ό

  1. που περιλαμβάνει πολλά έθνη
  2. που ασκεί τη δράση του σε πολλά κράτη

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.