πολυανδρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυανδρία | οι | πολυανδρίες |
| γενική | της | πολυανδρίας | των | πολυανδριών |
| αιτιατική | την | πολυανδρία | τις | πολυανδρίες |
| κλητική | πολυανδρία | πολυανδρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυανδρία < (ελληνιστική κοινή) πολυανδρία < πολύς + άνδρας
Ουσιαστικό
πολυανδρία θηλυκό
- η ύπαρξη πολλών ανδρών σε σχέση με τον αριθμό των γυναικών
- (κοινωνιολογία) ερωτική σχέση γυναίκας ή σε κοινωνία γάμου με περισσότερους από έναν άνδρες
- (ζωολογία) ζευγάρωμα θηλυκού ζώου με περισσότερα από ένα συντρόφους κάθε φορά.
- (βοτανική) η δυνατότητα μερικών φυτών να έχουν πολυάριθμους στήμονες, περισσότερους από 20
Αντώνυμα
Συγγενικά
Εκφράσεις
- αδελφική πολυανδρία
Σημειώσεις
- παρεπόμενος γάμος
Μεταφράσεις
πολυανδρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.