πολυανδρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυανδρία οι πολυανδρίες
      γενική της πολυανδρίας των πολυανδριών
    αιτιατική την πολυανδρία τις πολυανδρίες
     κλητική πολυανδρία πολυανδρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυανδρία < (ελληνιστική κοινή) πολυανδρία < πολύς + άνδρας

Ουσιαστικό

πολυανδρία θηλυκό

  1. η ύπαρξη πολλών ανδρών σε σχέση με τον αριθμό των γυναικών
     αντώνυμα: λειψανδρία
  2. (κοινωνιολογία) ερωτική σχέση γυναίκας ή σε κοινωνία γάμου με περισσότερους από έναν άνδρες
    1. (ζωολογία) ζευγάρωμα θηλυκού ζώου με περισσότερα από ένα συντρόφους κάθε φορά.
    2. (βοτανική) η δυνατότητα μερικών φυτών να έχουν πολυάριθμους στήμονες, περισσότερους από 20

Αντώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • αδελφική πολυανδρία

Σημειώσεις

  • δεν θεωρείται πολυανδρία το παρατηρούμενο "έθιμο δανεισμού" ή "έθιμο διαμοιρασμού" μιας συζύγου
  • ο όρος πολυγαμία' περιλαμβάνει τόσο την πολυανδρία όσο και την πολυγυνία

  • παρεπόμενος γάμος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.