πολυαγάπητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυαγάπητος | η | πολυαγάπητη | το | πολυαγάπητο |
| γενική | του | πολυαγάπητου | της | πολυαγάπητης | του | πολυαγάπητου |
| αιτιατική | τον | πολυαγάπητο | την | πολυαγάπητη | το | πολυαγάπητο |
| κλητική | πολυαγάπητε | πολυαγάπητη | πολυαγάπητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυαγάπητοι | οι | πολυαγάπητες | τα | πολυαγάπητα |
| γενική | των | πολυαγάπητων | των | πολυαγάπητων | των | πολυαγάπητων |
| αιτιατική | τους | πολυαγάπητους | τις | πολυαγάπητες | τα | πολυαγάπητα |
| κλητική | πολυαγάπητοι | πολυαγάπητες | πολυαγάπητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυαγάπητος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πολυαγάπητος. Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + αγαπητός
Συνώνυμα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πολυαγάπητος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πολυαγάπητος. Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + ἀγαπητός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- πολυαγάπητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.