μπλαζέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπλαζέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική blasé

Επίθετο

μπλαζέ άκλιτο

  • επιδεικτικά απαθής και αδιάφορος
      Δεν μπορώ να κάμω τον μπλαζέ. Τα συνηθισμένα όμως πράματα δεν μου κάνουν εντύπωση... (Φώτος Γιοφύλλης Οι προσθέσεις, 1928 [διήγημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.