κομματικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κομματικοποίηση | οι | κομματικοποιήσεις |
| γενική | της | κομματικοποίησης | των | κομματικοποιήσεων |
| αιτιατική | την | κομματικοποίηση | τις | κομματικοποιήσεις |
| κλητική | κομματικοποίηση | κομματικοποιήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κομματικοποίηση < κομματικ(ός) + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό
κομματικοποίηση θηλυκό
- (πολιτική) η εμπλοκή των κομμάτων ή των πολιτικών ιδεολογιών των κομμάτων ή και των δύο σε μια συζήτηση ή σε κάποια κοινωνική, πολιτική ή άλλη δραστηριότητα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κομματικοποίηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.