κομματικοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομματικοποίηση οι κομματικοποιήσεις
      γενική της κομματικοποίησης των κομματικοποιήσεων
    αιτιατική την κομματικοποίηση τις κομματικοποιήσεις
     κλητική κομματικοποίηση κομματικοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομματικοποίηση < κομματικ(ός) + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό

κομματικοποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • κομματικοποιημένος
  • κομματικοποιώ

 και δείτε τις λέξεις κόμμα, κόβω και ποιώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.