καισαροπαπισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καισαροπαπισμός οι καισαροπαπισμοί
      γενική του καισαροπαπισμού των καισαροπαπισμών
    αιτιατική τον καισαροπαπισμό τους καισαροπαπισμούς
     κλητική καισαροπαπισμέ καισαροπαπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καισαροπαπισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καισαροπαπισμός αρσενικό

  1. η συνένωση στο ίδιο πρόσωπο της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας
  2. (ειδικότερα) το πολιτειακό σύστημα κατά το οποίο η εκκλησία είναι υποταγμένη στην πολιτική εξουσία σε αντίθεση με τον παποκαισαρισμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.