πολιτειακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολιτειακά < πολιτειακός + -ά
Μεταφράσεις
πολιτειακά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πολιτειακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πολιτειακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.