πολεμοκάπηλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολεμοκάπηλος | η | πολεμοκάπηλη | το | πολεμοκάπηλο |
| γενική | του | πολεμοκάπηλου | της | πολεμοκάπηλης | του | πολεμοκάπηλου |
| αιτιατική | τον | πολεμοκάπηλο | την | πολεμοκάπηλη | το | πολεμοκάπηλο |
| κλητική | πολεμοκάπηλε | πολεμοκάπηλη | πολεμοκάπηλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολεμοκάπηλοι | οι | πολεμοκάπηλες | τα | πολεμοκάπηλα |
| γενική | των | πολεμοκάπηλων | των | πολεμοκάπηλων | των | πολεμοκάπηλων |
| αιτιατική | τους | πολεμοκάπηλους | τις | πολεμοκάπηλες | τα | πολεμοκάπηλα |
| κλητική | πολεμοκάπηλοι | πολεμοκάπηλες | πολεμοκάπηλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.le.moˈka.pi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λε‐μο‐κά‐πη‐λος
Επίθετο
Αναφορές
- επίθετο «πολεμοκάπηλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ουσιαστικό πολεμοκάπηλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.