ποδεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποδεμένος η ποδεμένη το ποδεμένο
      γενική του ποδεμένου της ποδεμένης του ποδεμένου
    αιτιατική τον ποδεμένο την ποδεμένη το ποδεμένο
     κλητική ποδεμένε ποδεμένη ποδεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποδεμένοι οι ποδεμένες τα ποδεμένα
      γενική των ποδεμένων των ποδεμένων των ποδεμένων
    αιτιατική τους ποδεμένους τις ποδεμένες τα ποδεμένα
     κλητική ποδεμένοι ποδεμένες ποδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ποδένω

Μετοχή

ποδεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.