μα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μα (σύνδεσμος) < (άμεσο δάνειο) ιταλική ma
μα (μόριο) < αρχαία ελληνική μά

Σύνδεσμος

μα

  • για να εκφράσει αντίθεση
    Θέλω να βγω απόψε μα δεν μπορώ.
     συνώνυμα: αλλά

Μόριο

μα

  • ως ορκωτικό μόριο
    το Θεό, δεν πέρασε από το μυαλό μου αυτό.
    Μα το Δία είπε.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.