πνευματιστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πνευματιστικά < πνευματιστικός + -ά
Μεταφράσεις
πνευματιστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πνευματιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πνευματιστικός
Πηγές
- πνευματιστικά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.