πλοκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλοκός | οι | πλοκοί |
| γενική | του | πλοκού | των | πλοκών |
| αιτιατική | τον | πλοκό | τους | πλοκούς |
| κλητική | πλοκέ | πλοκοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλοκός < αρχαία ελληνική πλόκος < πλέκω
Ουσιαστικό
πλοκός αρσενικό
- (ιδιωματικό) φυσικός ή τεχνητός φράχτης μεταξύ χωραφιών, κήπων κ.λπ., που αποτελείται από αυτοφυή ή φυτεμένα φυτά, κατά προτίμηση βάτους, που λόγω των αγκαθιών τους είναι αδιαπέραστοι από ανθρώπους και ζώα
- (ιδιωματικό) (κατ’ επέκταση) χωριστός αποθηκευτικός χώρος, που χωρίζεται με πλεκτά κλαριά κ.ά.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πλέκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.