πλοηγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλοηγία οι πλοηγίες
      γενική της πλοηγίας των πλοηγιών
    αιτιατική την πλοηγία τις πλοηγίες
     κλητική πλοηγία πλοηγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλοηγία < πλοηγός + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pilotage[1])

Ουσιαστικό

πλοηγία θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. πλοηγία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.