βιοπληροφορική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοπληροφορική οι βιοπληροφορικές
      γενική της βιοπληροφορικής των βιοπληροφορικών
    αιτιατική τη βιοπληροφορική τις βιοπληροφορικές
     κλητική βιοπληροφορική βιοπληροφορικές
Σύνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιοπληροφορική < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βιοπληροφορική θηλυκό

  1. διεπιστημονικός τομέας που συνδιάζει νευρικά και ψηφιακά κυκλώματα, βιολογικά και τεχνητά συστήματα
  2. η χρήση υπολογιστών, αλγορίθμων ή άλλων υπολογιστικών μεθόδων για την μελέτη βιολογικών οργανισμών, συστημάτων, προσομοιώσεων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.