πληκτρολογήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
πληκτρολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πληκτρολογώ
- θα πληκτρολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πληκτρολογώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πληκτρολογήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πληκτρολόγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.