πλεγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλεγμένος η πλεγμένη το πλεγμένο
      γενική του πλεγμένου της πλεγμένης του πλεγμένου
    αιτιατική τον πλεγμένο την πλεγμένη το πλεγμένο
     κλητική πλεγμένε πλεγμένη πλεγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλεγμένοι οι πλεγμένες τα πλεγμένα
      γενική των πλεγμένων των πλεγμένων των πλεγμένων
    αιτιατική τους πλεγμένους τις πλεγμένες τα πλεγμένα
     κλητική πλεγμένοι πλεγμένες πλεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλέκω

Μετοχή

πλεγμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.