πλαστικοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλαστικοποιημένος | η | πλαστικοποιημένη | το | πλαστικοποιημένο |
| γενική | του | πλαστικοποιημένου | της | πλαστικοποιημένης | του | πλαστικοποιημένου |
| αιτιατική | τον | πλαστικοποιημένο | την | πλαστικοποιημένη | το | πλαστικοποιημένο |
| κλητική | πλαστικοποιημένε | πλαστικοποιημένη | πλαστικοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλαστικοποιημένοι | οι | πλαστικοποιημένες | τα | πλαστικοποιημένα |
| γενική | των | πλαστικοποιημένων | των | πλαστικοποιημένων | των | πλαστικοποιημένων |
| αιτιατική | τους | πλαστικοποιημένους | τις | πλαστικοποιημένες | τα | πλαστικοποιημένα |
| κλητική | πλαστικοποιημένοι | πλαστικοποιημένες | πλαστικοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλαστικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλαστικοποιώ
Μεταφράσεις
πλαστικοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.