πλανισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλανισμένος | η | πλανισμένη | το | πλανισμένο |
| γενική | του | πλανισμένου | της | πλανισμένης | του | πλανισμένου |
| αιτιατική | τον | πλανισμένο | την | πλανισμένη | το | πλανισμένο |
| κλητική | πλανισμένε | πλανισμένη | πλανισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλανισμένοι | οι | πλανισμένες | τα | πλανισμένα |
| γενική | των | πλανισμένων | των | πλανισμένων | των | πλανισμένων |
| αιτιατική | τους | πλανισμένους | τις | πλανισμένες | τα | πλανισμένα |
| κλητική | πλανισμένοι | πλανισμένες | πλανισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πλανισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.