πλακόστρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλακόστρωση | οι | πλακοστρώσεις |
| γενική | της | πλακόστρωσης* | των | πλακοστρώσεων |
| αιτιατική | την | πλακόστρωση | τις | πλακοστρώσεις |
| κλητική | πλακόστρωση | πλακοστρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πλακοστρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
- πλακόστρωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.