πλακοστρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πλακοστρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλακοστρώνω
  2. θα πλακοστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλακοστρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πλακοστρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλακόστρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.