πλακοστρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
πλακοστρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλακοστρώνω
- θα πλακοστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλακοστρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πλακοστρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλακόστρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.