πλαγιοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλαγιοφύλακας | οι | πλαγιοφύλακες |
| γενική | του | πλαγιοφύλακα | των | πλαγιοφυλάκων |
| αιτιατική | τον | πλαγιοφύλακα | τους | πλαγιοφύλακες |
| κλητική | πλαγιοφύλακα | πλαγιοφύλακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλαγιοφύλακας < ελληνιστική κοινή πλαγιοφύλαξ < αρχαία ελληνική πλάγιος + φύλαξ
Ουσιαστικό
πλαγιοφύλακας αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που φυλάει τα πλάγια του στρατιωτικού τμήματος κατά τη διάρκεια μιας μάχης
Συγγενικά
- πλαγιοφυλακή
- πλαγιοφυλακώ
- πλαγιοφύλαξη
- πλαγιοφυλάσσω
- → δείτε τις λέξεις πλάγιος και φυλακή
Μεταφράσεις
πλαγιοφύλακας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.