πλαγιοκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλαγιοκόπηση | οι | πλαγιοκοπήσεις |
| γενική | της | πλαγιοκόπησης* | των | πλαγιοκοπήσεων |
| αιτιατική | την | πλαγιοκόπηση | τις | πλαγιοκοπήσεις |
| κλητική | πλαγιοκόπηση | πλαγιοκοπήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πλαγιοκοπήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλαγιοκόπηση < (καθαρεύουσα) πλαγιοκόπησις < πλαγιοκοπώ
Ουσιαστικό
πλαγιοκόπηση θηλυκό
- η πλευροκόπηση, η επίθεση, η προσβολή και το χτύπημα στα πλάγια της παράταξης του στρατού
- (μεταφορικά) η φραστική, ή οικονομική ή άλλου είδους επίθεση σε άτομο, φορέα, εταιρεία με πλάγιο τρόπο και όχι με κατά μέτωπο αντιπαράθεση
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.