πλαγιοκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- πλαγιοκόπημα
- πλαγιοκοπημένος
- πλαγιοκόπηση
- πλαγιοκοπικός
- → δείτε τις λέξεις πλάι και κόβω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλαγιοκοπώ | πλαγιοκοπούσα | θα πλαγιοκοπώ | να πλαγιοκοπώ | πλαγιοκοπώντας | |
| β' ενικ. | πλαγιοκοπείς | πλαγιοκοπούσες | θα πλαγιοκοπείς | να πλαγιοκοπείς | (πλαγιοκόπει) | |
| γ' ενικ. | πλαγιοκοπεί | πλαγιοκοπούσε | θα πλαγιοκοπεί | να πλαγιοκοπεί | ||
| α' πληθ. | πλαγιοκοπούμε | πλαγιοκοπούσαμε | θα πλαγιοκοπούμε | να πλαγιοκοπούμε | ||
| β' πληθ. | πλαγιοκοπείτε | πλαγιοκοπούσατε | θα πλαγιοκοπείτε | να πλαγιοκοπείτε | πλαγιοκοπείτε | |
| γ' πληθ. | πλαγιοκοπούν(ε) | πλαγιοκοπούσαν(ε) | θα πλαγιοκοπούν(ε) | να πλαγιοκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλαγιοκόπησα | θα πλαγιοκοπήσω | να πλαγιοκοπήσω | πλαγιοκοπήσει | ||
| β' ενικ. | πλαγιοκόπησες | θα πλαγιοκοπήσεις | να πλαγιοκοπήσεις | πλαγιοκόπησε | ||
| γ' ενικ. | πλαγιοκόπησε | θα πλαγιοκοπήσει | να πλαγιοκοπήσει | |||
| α' πληθ. | πλαγιοκοπήσαμε | θα πλαγιοκοπήσουμε | να πλαγιοκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | πλαγιοκοπήσατε | θα πλαγιοκοπήσετε | να πλαγιοκοπήσετε | πλαγιοκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | πλαγιοκόπησαν πλαγιοκοπήσαν(ε) |
θα πλαγιοκοπήσουν(ε) | να πλαγιοκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλαγιοκοπήσει | είχα πλαγιοκοπήσει | θα έχω πλαγιοκοπήσει | να έχω πλαγιοκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλαγιοκοπήσει | είχες πλαγιοκοπήσει | θα έχεις πλαγιοκοπήσει | να έχεις πλαγιοκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πλαγιοκοπήσει | είχε πλαγιοκοπήσει | θα έχει πλαγιοκοπήσει | να έχει πλαγιοκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλαγιοκοπήσει | είχαμε πλαγιοκοπήσει | θα έχουμε πλαγιοκοπήσει | να έχουμε πλαγιοκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλαγιοκοπήσει | είχατε πλαγιοκοπήσει | θα έχετε πλαγιοκοπήσει | να έχετε πλαγιοκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλαγιοκοπήσει | είχαν πλαγιοκοπήσει | θα έχουν πλαγιοκοπήσει | να έχουν πλαγιοκοπήσει |
| |
Μεταφράσεις
πλαγιοκοπώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.