πλαγιοδετούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλαγιοδετούμαι | πλαγιοδετούμουν | θα πλαγιοδετούμαι | να πλαγιοδετούμαι | ||
| β' ενικ. | πλαγιοδετείσαι | πλαγιοδετούσουν | θα πλαγιοδετείσαι | να πλαγιοδετείσαι | ||
| γ' ενικ. | πλαγιοδετείται | πλαγιοδετούνταν | θα πλαγιοδετείται | να πλαγιοδετείται | ||
| α' πληθ. | πλαγιοδετούμαστε | πλαγιοδετούμασταν πλαγιοδετούμαστε |
θα πλαγιοδετούμαστε | να πλαγιοδετούμαστε | ||
| β' πληθ. | πλαγιοδετείστε | πλαγιοδετούσασταν πλαγιοδετούσαστε |
θα πλαγιοδετείστε | να πλαγιοδετείστε | πλαγιοδετείστε | |
| γ' πληθ. | πλαγιοδετούνται | πλαγιοδετούνταν | θα πλαγιοδετούνται | να πλαγιοδετούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλαγιοδετήθηκα | θα πλαγιοδετηθώ | να πλαγιοδετηθώ | πλαγιοδετηθεί | ||
| β' ενικ. | πλαγιοδετήθηκες | θα πλαγιοδετηθείς | να πλαγιοδετηθείς | πλαγιοδετήσου | ||
| γ' ενικ. | πλαγιοδετήθηκε | θα πλαγιοδετηθεί | να πλαγιοδετηθεί | |||
| α' πληθ. | πλαγιοδετηθήκαμε | θα πλαγιοδετηθούμε | να πλαγιοδετηθούμε | |||
| β' πληθ. | πλαγιοδετηθήκατε | θα πλαγιοδετηθείτε | να πλαγιοδετηθείτε | πλαγιοδετηθείτε | ||
| γ' πληθ. | πλαγιοδετήθηκαν πλαγιοδετηθήκαν(ε) |
θα πλαγιοδετηθούν(ε) | να πλαγιοδετηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πλαγιοδετηθεί | είχα πλαγιοδετηθεί | θα έχω πλαγιοδετηθεί | να έχω πλαγιοδετηθεί | πλαγιοδετημένος | |
| β' ενικ. | έχεις πλαγιοδετηθεί | είχες πλαγιοδετηθεί | θα έχεις πλαγιοδετηθεί | να έχεις πλαγιοδετηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πλαγιοδετηθεί | είχε πλαγιοδετηθεί | θα έχει πλαγιοδετηθεί | να έχει πλαγιοδετηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλαγιοδετηθεί | είχαμε πλαγιοδετηθεί | θα έχουμε πλαγιοδετηθεί | να έχουμε πλαγιοδετηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πλαγιοδετηθεί | είχατε πλαγιοδετηθεί | θα έχετε πλαγιοδετηθεί | να έχετε πλαγιοδετηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλαγιοδετηθεί | είχαν πλαγιοδετηθεί | θα έχουν πλαγιοδετηθεί | να έχουν πλαγιοδετηθεί | ||
Μεταφράσεις
πλαγιοδετούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.