πλαγιοδέτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλαγιοδέτηση | οι | πλαγιοδετήσεις |
| γενική | της | πλαγιοδέτησης* | των | πλαγιοδετήσεων |
| αιτιατική | την | πλαγιοδέτηση | τις | πλαγιοδετήσεις |
| κλητική | πλαγιοδέτηση | πλαγιοδετήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πλαγιοδετήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλαγιοδέτηση < πλαγιοδετώ + -ση
Ουσιαστικό
πλαγιοδέτηση θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πλαγιοδετώ, η κατά πλευρά πρόσδεση πλοίου σε προβλήτα ή σε άλλο σκάφος
Μεταφράσεις
πλαγιοδέτηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.