πλαγιοβάδιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλαγιοβάδιση | οι | πλαγιοβαδίσεις |
| γενική | της | πλαγιοβάδισης* | των | πλαγιοβαδίσεων |
| αιτιατική | την | πλαγιοβάδιση | τις | πλαγιοβαδίσεις |
| κλητική | πλαγιοβάδιση | πλαγιοβαδίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πλαγιοβαδίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλαγιοβάδιση < πλαγιο- + βάδιση
Προφορά
- ΔΦΑ : /pla.ʝi.oˈva.ði.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐γι‐ο‐βά‐δι‐ση
- πλαγιοβάδισμα
- πλαγιοβαδισμός
Μεταφράσεις
πλαγιοβάδιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.