πλίθα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλίθα | οι | πλίθες |
| γενική | της | πλίθας | των | πλιθών |
| αιτιατική | την | πλίθα | τις | πλίθες |
| κλητική | πλίθα | πλίθες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλίθα < αρχαία ελληνική πλίνθος με μεταπλασμό της κατάληξης σε -α, αφομοίωση [nθ > θθ] και απλοποίηση του διπλού συμφώνου [θθ > θ]
Πηγές
- πλίνθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πλίθα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.