πλιθί

Νέα ελληνικά (el)


 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλιθί τα πλιθιά
      γενική του πλιθιού των πλιθιών
    αιτιατική το πλιθί τα πλιθιά
     κλητική πλιθί πλιθιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλιθί < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πλιθί ουδέτερο

  • πλίνθος, δομικό υλικό με σχήμα όπως το γνωστό κεραμικό τούβλο από άψητο πηλό· φτιάχνεται από 1 μέρος χώμα (που να περιέχει τουλάχιστο 20-30%άργιλο), 3-4 μέρη άμμου, άχυρα και διάφορες προσμίξεις φυσικών υλικών όπως τρίχες από ζώα και σκληρές ίνες από φυτά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.