πλήγωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλήγωμα | τα | πληγώματα |
| γενική | του | πληγώματος | των | πληγωμάτων |
| αιτιατική | το | πλήγωμα | τα | πληγώματα |
| κλητική | πλήγωμα | πληγώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλήγωμα < μεσαιωνική ελληνική πλήγωμα[1] [2] < πληγόω[3] / πληγώνω[3] < αρχαία ελληνική πληγή < πλήσσω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpli.ɣo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλή‐γω‐μα
Ουσιαστικό
πλήγωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πληγώνω
- (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πληγώνω
Μεταφράσεις
πλήγωμα
|
|
- πλήγωμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- πλήγωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πληγόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.