μπλέξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπλέξιμο τα μπλεξίματα
      γενική του μπλεξίματος των μπλεξιμάτων
    αιτιατική το μπλέξιμο τα μπλεξίματα
     κλητική μπλέξιμο μπλεξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπλέξιμο < μπλέκω + -ιμο

Ουσιαστικό

μπλέξιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.