μπλέξιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπλέξιμο | τα | μπλεξίματα |
| γενική | του | μπλεξίματος | των | μπλεξιμάτων |
| αιτιατική | το | μπλέξιμο | τα | μπλεξίματα |
| κλητική | μπλέξιμο | μπλεξίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μπλέξιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.