πιλάφισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιλάφισμα | τα | πιλαφίσματα |
| γενική | του | πιλαφίσματος | των | πιλαφισμάτων |
| αιτιατική | το | πιλάφισμα | τα | πιλαφίσματα |
| κλητική | πιλάφισμα | πιλαφίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈla.fi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐λά‐φι‐σμα
Μεταφράσεις
πιλάφισμα
|
|
Πηγές
- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σσ. 224, 252.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.