πιλάφισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιλάφισμα τα πιλαφίσματα
      γενική του πιλαφίσματος των πιλαφισμάτων
    αιτιατική το πιλάφισμα τα πιλαφίσματα
     κλητική πιλάφισμα πιλαφίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιλάφισμα < (πιλαφίζω) πιλαφισ- + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈla.fi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιλάφισμα

Ουσιαστικό

πιλάφισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.