μανόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μανόμετρο | τα | μανόμετρα |
| γενική | του | μανόμετρου & μανομέτρου |
των | μανόμετρων & μανομέτρων |
| αιτιατική | το | μανόμετρο | τα | μανόμετρα |
| κλητική | μανόμετρο | μανόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανόμετρο < (λόγιο δάνειο) γαλλική manomètre[1] < αρχαία ελληνική μανός (=αραιός) + μέτρον
Μεταφράσεις
μανόμετρο
- μανόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.