πιερότος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πιερότος | οι | πιερότοι |
| γενική | του | πιερότου | των | πιερότων |
| αιτιατική | τον | πιερότο | τους | πιερότους |
| κλητική | πιερότε | πιερότοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αρλεκίνος (αριστερά) και πιερότος (δεξιά).
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pçeˈɾo.tos/ & /pi̯eˈɾo.tos/
Ουσιαστικό
πιερότος αρσενικό
- κλασική φιγούρα υπηρέτη στην παλιά ιταλική κωμωδία
- (κατ’ επέκταση) σχετική αποκριάτικη μεταμφίεση καθώς και ο άνθρωπος που τη φοράει
- κολομπίνα
- commedia dell'arte
Μεταφράσεις
- πιερότος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.