κολομπίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κολομπίνα | οι | κολομπίνες |
| γενική | της | κολομπίνας | των | κολομπίνων |
| αιτιατική | την | κολομπίνα | τις | κολομπίνες |
| κλητική | κολομπίνα | κολομπίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολομπίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική colombina
Ουσιαστικό
κολομπίνα θηλυκό
Μεταφράσεις
κολομπίνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.