κολομπίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολομπίνα οι κολομπίνες
      γενική της κολομπίνας των κολομπίνων
    αιτιατική την κολομπίνα τις κολομπίνες
     κλητική κολομπίνα κολομπίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολομπίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική colombina

Ουσιαστικό

κολομπίνα θηλυκό

  1. γυναικείο πρόσωπο στην παλιά ιταλική κωμωδία
  2. γυναικεία αποκριάτικη στολή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.