Pierre
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Pierre < pierre (πέτρα)· παλαιά γαλλική Piere < παλαιά γαλλική Petre < λατινική Petrus < αρχαία ελληνική Πέτρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pjɛʁ/
Κύριο όνομα
Pierre (fr)
- Pier
- Pière
Σύνθετα
- Jean-Pierre
- Marie-Pierre
- Pierre-Alain
- Pierre-Christophe
- Pierre-Henri
- Pierre-Jean
- Pierre-Joseph
- Pierre-Marc
- Pierre-Marie
- Pierre-Louis
- Pierre-Simon
- Simon-Pierre
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Pierre < → λείπει η ετυμολογία
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Pierre < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki
Φλαμανδικά (vls)
Ετυμολογία
- Pierre < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Pierre < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Pierre < → λείπει η ετυμολογία
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
- Pierre < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Pierre < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.