πετρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πετρωμένος | η | πετρωμένη | το | πετρωμένο |
| γενική | του | πετρωμένου | της | πετρωμένης | του | πετρωμένου |
| αιτιατική | τον | πετρωμένο | την | πετρωμένη | το | πετρωμένο |
| κλητική | πετρωμένε | πετρωμένη | πετρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πετρωμένοι | οι | πετρωμένες | τα | πετρωμένα |
| γενική | των | πετρωμένων | των | πετρωμένων | των | πετρωμένων |
| αιτιατική | τους | πετρωμένους | τις | πετρωμένες | τα | πετρωμένα |
| κλητική | πετρωμένοι | πετρωμένες | πετρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πετρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετρώνω
Μεταφράσεις
πετρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.