πετροπόλεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πετροπόλεμος οι πετροπόλεμοι
      γενική του πετροπολέμου
& πετροπόλεμου
των πετροπολέμων
    αιτιατική τον πετροπόλεμο τους πετροπολέμους
& πετροπόλεμους
     κλητική πετροπόλεμε πετροπόλεμοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετροπόλεμος < πετρο- + -πόλεμος

Ουσιαστικό

πετροπόλεμος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.