ρείθρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρείθρο | τα | ρείθρα |
| γενική | του | ρείθρου | των | ρείθρων |
| αιτιατική | το | ρείθρο | τα | ρείθρα |
| κλητική | ρείθρο | ρείθρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρείθρο < αρχαία ελληνική ῥεῖθρον (=κοίτη ποταμού) < αρχαία ελληνική ῥέω
Ουσιαστικό
ρείθρο ουδέτερο
- αυλάκι στις άκρες και κατά μήκος ενός δρόμου ή πεζοδρομίου που χρησιμεύει ως αγωγός των βρόχινων υδάτων
- Τα λιγοστά αυτοκίνητα που περνούσαν ξυστά από δίπλα μου, το στενό πεζοδρόμιο και το ρείθρο με τις λάσπες, τα σαπισμένα φύλλα, τα αποτσίγαρα και χρησιμοποιημένα εισιτήρια του τρόλεϊ (Έλενα Χουρμουζιάδου, Η ιδιαιτέρα, 1998)
- αυλάκι διαδρόμου μπόουλινγκ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.