πεταλοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεταλοειδής η πεταλοειδής το πεταλοειδές
      γενική του πεταλοειδούς* της πεταλοειδούς του πεταλοειδούς
    αιτιατική τον πεταλοειδή την πεταλοειδή το πεταλοειδές
     κλητική πεταλοειδή(ς) πεταλοειδής πεταλοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεταλοειδείς οι πεταλοειδείς τα πεταλοειδή
      γενική των πεταλοειδών των πεταλοειδών των πεταλοειδών
    αιτιατική τους πεταλοειδείς τις πεταλοειδείς τα πεταλοειδή
     κλητική πεταλοειδείς πεταλοειδείς πεταλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεταλοειδής < ελληνιστική κοινή πεταλοειδής[1] [2] < αρχαία ελληνική πέταλον + -ειδής

Επίθετο

πεταλοειδής

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πεταλοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. πεταλοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.