περσόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περσόνα | οι | περσόνες |
| γενική | της | περσόνας | — | |
| αιτιατική | την | περσόνα | τις | περσόνες |
| κλητική | περσόνα | περσόνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περσόνα < (άμεσο δάνειο) λατινική persona (< ετρουσκικά 𐌘𐌄𐌓𐌔𐌖: φersu ή λατινικά persono)
Ουσιαστικό
περσόνα θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
περσόνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.