περσοναλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | περσοναλισμός | οι | περσοναλισμοί |
| γενική | του | περσοναλισμού | των | περσοναλισμών |
| αιτιατική | τον | περσοναλισμό | τους | περσοναλισμούς |
| κλητική | περσοναλισμέ | περσοναλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
περσοναλισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) ανθρωποκρατικό κίνημα το οποίο εστιάζει στην αξία του ανθρώπινου προσώπου, της ανθρώπινης οντότητας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
περσοναλισμός
- περσοναλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περσοναλισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.