περσοναλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περσοναλισμός οι περσοναλισμοί
      γενική του περσοναλισμού των περσοναλισμών
    αιτιατική τον περσοναλισμό τους περσοναλισμούς
     κλητική περσοναλισμέ περσοναλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περσοναλισμός < γαλλική personnalisme[1] [2] < personnalisme < υστερολατινική personalis < λατινική persona

Ουσιαστικό

περσοναλισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. περσοναλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. περσοναλισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.