τηλεπερσόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τηλεπερσόνα | οι | τηλεπερσόνες |
| γενική | της | τηλεπερσόνας | των | τηλεπερσόνων |
| αιτιατική | την | τηλεπερσόνα | τις | τηλεπερσόνες |
| κλητική | τηλεπερσόνα | τηλεπερσόνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τηλεπερσόνα θηλυκό
- (νεολογισμός, ειρωνικό) (αρσενικό ή θηλυκό) άτομο που θεωρείται ότι αποτελεί τηλεοπτική προσωπικότητα
Μεταφράσεις
τηλεπερσόνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.