τηλεπερσόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεπερσόνα οι τηλεπερσόνες
      γενική της τηλεπερσόνας των τηλεπερσόνων
    αιτιατική την τηλεπερσόνα τις τηλεπερσόνες
     κλητική τηλεπερσόνα τηλεπερσόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηλεπερσόνα < τηλε- + περσόνα

Ουσιαστικό

τηλεπερσόνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.