περσοναλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περσοναλίστρια | οι | περσοναλίστριες |
| γενική | της | περσοναλίστριας | των | περσοναλιστριών |
| αιτιατική | την | περσοναλίστρια | τις | περσοναλίστριες |
| κλητική | περσοναλίστρια | περσοναλίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περσοναλίστρια < περσοναλιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Μεταφράσεις
περσοναλίστρια
|
|
Πηγές
- περσοναλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περσοναλίστρια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.