περσοναλίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περσοναλίστρια οι περσοναλίστριες
      γενική της περσοναλίστριας των περσοναλιστριών
    αιτιατική την περσοναλίστρια τις περσοναλίστριες
     κλητική περσοναλίστρια περσοναλίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περσοναλίστρια < περσοναλιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

περσοναλίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.