περσοναλιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περσοναλιστής οι περσοναλιστές
      γενική του περσοναλιστή των περσοναλιστών
    αιτιατική τον περσοναλιστή τους περσοναλιστές
     κλητική περσοναλιστή περσοναλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περσοναλιστής < γαλλική personnaliste[1] < personnalisme < υστερολατινική personalis < λατινική persona

Ουσιαστικό

περσοναλιστής αρσενικό (θηλυκό περσοναλίστρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.