ωίδιο
→ δείτε τη λέξη ιώδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ωίδιο | τα | ωίδια |
| γενική | του | ωίδιου | των | ωίδιων |
| αιτιατική | το | ωίδιο | τα | ωίδια |
| κλητική | ωίδιο | ωίδια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oïdium[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oidium[1] < αρχαία ελληνική ὠοειδής < ᾠόν
Ουσιαστικό
ωίδιο ουδέτερο
- (βοτανική) ο μύκητας Uncinula necator που προσβάλλει τα αμπέλια (κυρίως)
- (βοτανική, κατ’ επέκταση) η σχετική ασθένεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
